- κερνώ
- και -άω (ΑΜ κερνῶ, -όω, Μ και κερνῶ, -άω)προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια»)νεοελλ.παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» — γι' αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέρονταβ) «κέρνα, παπαδιά, κι ας είν' και ξίδι» — γι' αυτούς που δέχονται από φίλους ακόμη και τα δυσάρεσταγ) «κερνάς, χάνειςχρωστάς, πλερώνεις» — για τους άσωτουςνεοελλ.-μσν.γεμίζω τα ποτήρια με ποτό και προσφέρωμσν.-αρχ.αναμιγνύω κρασί με νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρνώ* με τροπή τού [i] σε [e] (πρβλ. κηρός -κερί)].
Dictionary of Greek. 2013.